- κλειδούχων
- κλειδοῦχοςmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλειδαγωγία — κλειδαγωγία, ἡ (Α) επιγρ. πομπή, λιτανεία κλειδούχων, κλειδοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + αγωγία (< αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. λαφυρ αγωγία, παιδ αγωγία] … Dictionary of Greek